- ξεμυτίζω
- ξεμυτίζω και ξεμυτώ ξεμύτισα, βγάζω τη μύτη μου, προβάλλω, παρουσιάζομαι: Το κρύο ήταν τρομερό και δεν τολμούσε κανείς να ξεμυτίσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξεμυτίζω — ξεμυτίζω, ξεμύτισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. ξεμυτάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ξεμυτίζω — και ξεμυτώ, άω 1. προβάλλω έξω 2. εμφανίζομαι, ξεπροβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + μύτη] … Dictionary of Greek
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεμύτισμα — το [ξεμυτίζω] 1. προβολή 2. εμφάνιση κάποιου … Dictionary of Greek
προκύπτω — ΝΜΑ σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά τού παραθύρου», Παπαδ. β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων) νεοελλ. 1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά») 2. (ως τριτοπρόσ.)… … Dictionary of Greek